Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ξανανοίγω
ρήμα

1 riaprire (vt)
2 riaprirsi (vrifl)
3 riattivare (vt)
4 rintavolare (vt)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ξανανιώνω ξαναξυπνώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---