Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


τσακίζω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 spezzare, rompere, spaccare
2 [διπλώνω] piegare

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  τσακίζομαι τσάκιση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---