Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικότροποποιώ
ρήμα μεταβατικό 1 accomodare 2 ammendare 3 artefare 4 cambiare 5 convertire 6 correggere 7 diversificare 8 emendare 9 modificare (vt) 10 mutare (vt) 11 variare permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |