Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
τροχίσκος
ουσιαστικό αρσενικό
1
pignone
2
rocchetto
3
rotella
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< τροχιοδεικτικός
τρόχισμα >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
τροχίζω
{τρόχισ-α,...
τροχιλία
[θηλ.ουσ]
τροχιλιακός
[επίθ.]
τρόχιλος
[ουσ αρσ ]
τροχιοδεικτικός
[επίθ.]
τροχίσκος
[ουσ αρσ ]
τρόχισμα
[ουσ ουδ.]
τροχισμένος
[επίθ.]
τροχιστής
[ουσ αρσ ]
τροχοδρόμηση
[θηλ.ουσ]
τροχοδρομώ
{τροχοδρομ...
τροχόζωα
[ουσ ουδ πληθ.]
τροχονόμος
[ουσ αρσ και θηλ.]
τροχοπέδη
{τροχοπεδώ...
τροχοπέδηση
[θηλ.ουσ]
τροχοπέδιλα
[ουσ ουδ πληθ.]
τροχοπέδιλο
{τροχοπεδί...
τροχοπεδιλοδρομία
[θηλ.ουσ]
τροχοπεδιλοδρομώ
{τροχοπεδι...
τροχοπεδώ
{τροχοπεδε...
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis