Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›τρίξιμο

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

τρίξιμο
ουσιαστικό ουδέτερο

1 cigolamento
2 cigolio
3 crepitio
4 crepito
5 dirugginio
6 gemito
7 scoppiettamento
8 scoppiettio
9 scricchiolamento
10 scricchiolio
11 scrocchio
12 scroscio
13 stridio
14 strido
15 stridore

permalink
‹ τρινιτροτολουένιο
τρίο ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

τρίμηνος [επίθ.]
τρίμμα {τρίμμ-ατο...
τριμμένος [επίθ.]
τριμορφισμός [ουσ αρσ ]
τρινιτροτολουένιο [ουσ ουδ.]
τρίξιμο {τριξίμ-ατ...
τρίο [ουσ ουδ.]
τριοξείδιο {τριοξιδί-...
τριπλάνο [ουσ ουδ.]
τριπλασιάζομαι [ρ.]
τριπλασιάζω (τριπλασί-...
τριπλασιασμός [ουσ αρσ ]
τριπλάσιο [ουσ ουδ.]
τριπλάσιος [επίθ.]
τρίπλευρο [ουσ ουδ.]
τρίπλευρος [επίθ.]
τριπλός [επίθ.]
τριπλουνίστας {τριπλουνι...
τριποδίζω {τριπόδισα...
τριποδισμός [ουσ αρσ ]


{{ID:TRIXIMO100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti