Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


τρακαδόρος
ουσιαστικό αρσενικό

1 leccapiatti
2 leccapiatti
3 sbafatore
4 scroccatore
5 scroccone
6 stoccatore

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  τράκα τρακάρισμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---