Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικότηλεόραση
ουσιαστικό θηλυκό 1 [τεχνή] televisione (f) 2 [συσκευή] televisore (m) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαη συσκευή τηλεόρασης = televisore [αρσ.] Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |