Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικότηλέφωνο
ουσιαστικό ουδέτερο telefono permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαπέρνω τηλέφωνο = chiamare qualcuno al telefono || ο αριθμός τηλεφώνου = numero [αρσ.] di telefono || το κινητό τηλέφωνο = telefono [αρσ.] cellulare Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |