Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›τέμνω

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

τέμνω
ρήμα μεταβατικό

1 fendere
2 intagliare
3 intersecare
4 tagliare

permalink
‹ τέμνομαι
τεμπέλαρος ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

τεμάχισμα [ουσ ουδ.]
τεμαχισμός [ουσ αρσ ]
τεμενάς {τεμενάδες...
τέμενος {τεμέν-ους...
τέμνομαι αόρ. έτμησ...
τέμνω {έταμα κ. ...
τεμπέλαρος [ουσ αρσ ]
τεμπέλης {τεμπέληδε...
τεμπελής [επίθ.]
τεμπελιά [θηλ.ουσ]
τεμπελιάζω {τεμπέλιασ...
τεμπέλικα [επίρ.]
τεμπέλικος [επίθ.]
τεμπελόσκυλο [ουσ ουδ.]
τεμπελχανάς {τεμπελχαν...
τέμπερα [θηλ.ουσ]
τέμπο {άκλ.}
τεναγώδης {τεναγώδ-ο...
τενεισμός [ουσ αρσ ]
τενεκεδένιος [επίθ.]


{{ID:TEMNW100}}

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti