Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›τεχνολογία

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

τεχνολογία
ουσιαστικό θηλυκό

tecnologia

permalink
‹ τεχνοκρίτης
τεχνολογικός ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

τεχνοδομή [θηλ.ουσ]
τεχνοκράτης {τεχνοκρατ...
τεχνοκρατία {χωρ. πληθ...
τεχνοκρατικός [επίθ.]
τεχνοκρίτης {τεχνοκριτ...
τεχνολογία {τεχνολογι...
τεχνολογικός [επίθ.]
τεχνοτροπία {τεχνοτροπ...
τεχνουργία {τεχνουργι...
τεχνουργός [ουσ αρσ και θηλ.]
τέως [επίθ.]
τζαζ [ουσ ουδ.]
τζάκετ {άκλ.}
τζάκι {τζακ-ιού ...
Τζαμάικα [θηλ.ουσ]
τζαμαρία {τζαμαριών...
τζαμάς {τζαμάδες}
τζάμι {τζαμ-ιού ...
τζαμί {τζαμ-ιού ...
τζαμόπορτα {δύσχρ. τζ...


{{ID:TECNOLOGIA100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti