Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
ταυτότητα
ουσιαστικό θηλυκό
1
identit|à
2
[δελτίο]
c
a
rta d'identità
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< ταυτοσύλλαβος
ταυτοφωνία >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
ταυτολογικός
[επίθ.]
ταυτοσήμαντος
[επίθ.]
ταυτοσημία
[θηλ.ουσ]
ταυτόσημος
[επίθ.]
ταυτοσύλλαβος
[επίθ.]
ταυτότητα
{ταυτοτήτω...
ταυτοφωνία
{ταυτοφωνι...
ταυτόχρονα
[επίρ.]
ταυτόχρονος
[επίθ.]
ταυτοχρόνως
[επίρ.]
ταφή
[θηλ.ουσ]
ταφικός
[επίθ.]
ταφόπετρα
{χωρ. γεν....
ταφόπλακα
{χωρ. γεν....
τάφος
[ουσ αρσ ]
τάφρος
[θηλ.ουσ]
ταφτάς
{ταφτάδες}
ταχεία
{ταχειών}
ταχέως
[επίρ.]
ταχίνι
{ταχινιού ...
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis