Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ταραμάς
ουσιαστικό αρσενικό

1 [κόκκινου χαβιάριου] caviale (m) rosso
2 [κεφάλου, τόννου] bottarga

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ταρακουνώ ταραμοσαλάτα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---