Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ταμείο
ουσιαστικό ουδέτερο

1 cassa
2 teatro, cinema botteghino

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ταμειακός Ταμερλάνος  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


το ταμείο ανεργίας = sussidio [αρσ.] di disoccupazione


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---