Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
ταχυδρομείο
ουσιαστικό ουδέτερο
1
[υπηρεσία]
p
o
sta
2
[φραφείο]
uff
i
cio post
a
le
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< ταχυδακτυλουργός
ταχυδρόμηση >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
ταχυγραφία
{ταχυγραφι...
ταχυγραφικός
[επίθ.]
ταχυδακτυλουργία
{ταχυδακτυ...
ταχυδακτυλουργικός
[επίθ.]
ταχυδακτυλουργός
[ουσ αρσ και θηλ.]
ταχυδρομείο
[ουσ ουδ.]
ταχυδρόμηση
{-ης κ. -ή...
ταχυδρομικά
[επίρ.]
ταχυδρομικός
[επίθ.]
ταχυδρομικώς
[επίρ.]
ταχυδρόμος
[ουσ αρσ και θηλ.]
ταχυδρομώ
{ταχυδρομε...
ταχυκαρδία
{ταχυκαρδι...
ταχυκαρδικός
[επίθ.]
ταχυκίνητος
[επίθ.]
ταχυμετρία
{ταχυμετρι...
ταχυμετρικός
[επίθ.]
ταχύμετρο
{ταχυμέτρ-...
ταχύνοια
[θηλ.ουσ]
ταχύνους
{ταχύν-οος...
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis