Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


συνηθίζω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 abituare
2 [intransitivo] abituarsi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  συνηθίζεται συνηθισμένα  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


συνηθίζω να κάνω κάτι = abituarsi a fare qualcosa || συνηθίζω σε κάτι = abituarsi a qualcosa


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---