Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόσυναθροίζομαι
ρήμα 1 accavallarsi 2 accentrarsi 3 aggregarsi 4 assembrarsi 5 attruppare 6 attrupparsi 7 concentrarsi 8 concorrere 9 confluire 10 congregarsi 11 convenire 12 raccogliersi (vrifl) 13 raccozzarsi (vrifl) permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |