Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


συναλλαγή
ουσιαστικό θηλυκό

1 affare
2 [πολιτική] favoritismo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  συνακολούθως συνάλλαγμα  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


economia η ελεύθερη συναλλαγή = οικονομία libero scambio [αρσ.]


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---