Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


συναγερμός
ουσιαστικό αρσενικό

allarme (m), emergenza

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  συναγελασμός σύναγμα  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ο πυροσβεστικός συναγερμός = allarme antincendio


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---