Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


συμμαθητής
ουσιαστικό αρσενικό

1 condiscepolo
2 compagno di classe
3 compagno di scuola
4 compagno di studi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  συμμαζεύω συμμαχητής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---