Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
συκιά
ουσιαστικό θηλυκό
botanica
f
i
co (albero)
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< συκαμινιά
σύκο >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
συζυγοκτόνος
[ουσ αρσ ]
σύζυγος
{συζύγ-ου ...
συζώ
[-είς, -εί...
σύθαμπο
[ουσ ουδ.]
συκαμινιά
[θηλ.ουσ]
συκιά
[θηλ.ουσ]
σύκο
[ουσ ουδ.]
συκοφαντημένος
[επίθ.]
συκοφάντης
{συκοφαντώ...
συκοφάντηση
{-ης κ. -ή...
συκοφαντία
{συκοφαντι...
συκοφαντικός
[επίθ.]
συκοφαντώ
[-είς, -εί...
συκώτι
{συκωτ-ιού...
σύληση
{-ης κ. -ή...
συλλαβαίνω
(συνέλαβα,...
συλλαβή
[θηλ.ουσ]
συλλαβίζω
(συλλάβισα...
συλλαβικός
[επίθ.]
συλλαβισμός
[ουσ αρσ ]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis