Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


συγυρίζω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 accomodare
2 acconciare
3 aggiustare
4 arrangiare
5 assettare
6 forbire
7 pettinare (vt)
8 racconciare (vt)
9 raggiustare (vt)
10 rassettare (vt)
11 ravviare (vt)
12 riassettare (vt)
13 sbrattare (vt)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  συγυρίζομαι συγύριο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---