Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόσυγκοινωνία
ουσιαστικό θηλυκό 1 comunicazione (f) 2 [μεταφορά] trasporto permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαμέσα συγκοινωνίας = mezzi [αρσ. πλυθ.] di trasporto Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |