GrecoItaliano


συγγενής
επίθετο

1 [ομοειδής] affine
2 [εκγενετής] congenito

συγγενής
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

parente (m)

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ο συγγενής εξ αγχιστείας = parente [αρσ.] acquisito



Sfoglia il dizionario




{{ID:SYGGENHS100}}
---CACHE---