Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόστυλώνω
ρήμα μεταβατικό 1 puntellare 2 [senso figurato] ristorarsi permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαστυλώνω τα μάτια μου = guardare fissamente Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |