Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


στυλώνω
ρήμα μεταβατικό

1 puntellare
2 [senso figurato] ristorarsi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  στύλωμα στύλωση  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


στυλώνω τα μάτια μου = guardare fissamente


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---