Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόστήριξη
ουσιαστικό θηλυκό 1 armatura 2 controventatura 3 mantenimento 4 protezione 5 puntellamento 6 puntello 7 rincalzamento 8 rincalzata 9 rincalzatura 10 rincalzo 11 rinfiancamento 12 rinfianco 13 rinforzo 14 sostegno 15 spalleggiamento permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |