Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σταυρώνω
ρήμα μεταβατικό

1 crocifiggere
2 [τα χέρια] incrociare
3 [βασανίζω] tormentare

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σταυρώνομαι σταύρωση  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


σταυρώνω τα πόδια = accavallare le gambe


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---