Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
σπέκουλα
ουσιαστικό θηλυκό
1
accaparramento
2
affarismo
3
aggiotaggio
4
speculazione
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< σπείρωση
σπεκουλαδόρος >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
σπειροχαίτη
{σπειροχαι...
σπειροχαίτωση
[θηλ.ουσ]
σπειρύλλιο
[ουσ ουδ.]
σπείρω
[ρ. μτβ.]
σπείρωση
{-ης κ. -ώ...
σπέκουλα
{χωρ. γεν....
σπεκουλαδόρος
[ουσ αρσ ]
σπεκουλάρισμα
[ουσ ουδ.]
σπεκουλάρω
{σπεκουλάρ...
σπεκουλάτσια
{χωρ. γεν....
σπέρμα
{σπέρμ-ατο...
σπερματέγχυση
{-ης κ. -ύ...
σπερματικός
[επίθ.]
σπερματογένεση
{-ης κ. -έ...
σπερματογόνος
[επίθ.]
σπερματοζωάριο
{σπερματοζ...
σπερματόρροια
[θηλ.ουσ]
σπερματοφόρος
[επίθ.]
σπερματσέτο
[ουσ ουδ.]
σπερμοκτόνο
[ουσ ουδ.]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis