Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σουλατσάρω
ρήμα αμετάβατο

1 deambulare
2 girandolare
3 girellare
4 passeggiare (vi)
5 sgonnellare (vi)
6 fare quattro passi
7 andare a fare due passi
8 andare girandoloni
9 andare in giro

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σουλατσάρισμα σουλατσέρνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---