Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόσλάλομ
ουσιαστικό ουδέτερο slalom (m) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατο γιγάντιο σλάλομ = slalom [αρσ. άκλ.] gigante Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |