Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σλάλομ
ουσιαστικό ουδέτερο

slalom (m)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σλάιντ σλιπ  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


το γιγάντιο σλάλομ = slalom [αρσ. άκλ.] gigante


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---