Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σκευωρώ
ρήμα αμετάβατο

1 arzigogolare
2 brigare
3 complottare
4 congiurare
5 cospirare
6 intrigare
7 inventare
8 macchinare (vt)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σκευωρός σκέφτομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---