Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
σιτηρά
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός
cere
a
li (mpl)
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< σιτεύω
σιτηρέσιο >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
σιτάρι
{σιταρ-ιού...
σιταρίσιος
[επίθ.]
σιταρότοπος
[ουσ αρσ ]
σίτευση
{-ης κ. -ε...
σιτεύω
{σίτε-ψα, ...
σιτηρά
[ουσ ουδ πληθ.]
σιτηρέσιο
{σιτηρεσί-...
σιτίζω
{σίτισ-α, ...
σιτικός
[επίθ.]
σίτινος
[επίθ.]
σιτιοδόχη
{σιτιοδοχώ...
σίτιση
[θηλ.ουσ]
σιτισμός
[ουσ αρσ ]
σιτιστής
[ουσ αρσ ]
σιτοβολώνας
[ουσ αρσ ]
σιτοδεία
{σιτοδειών...
σιτοκαλλιέργεια
{σιτοκαλλι...
σιτοπαραγωγός
[ουσ αρσ ]
σίτος
[ουσ αρσ ]
σιτοφόρος
[επίθ.]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis