Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σιχαμάρα
ουσιαστικό θηλυκό

1 abbominio
2 abominazione
3 controstomaco
4 detestazione
5 idiosincrasia
6 nausea
7 odiosità
8 orrore
9 ribrezzo
10 ripugnanza
11 ripulsione
12 schifezza
13 schifo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σιχαίνομαι σιχαμερός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---