Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόσηκώνω
ρήμα μεταβατικό 1 alzare, levare 2 [αφυπνίζω] svegliare 3 [ανέχομαι] sopportare permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματασηκώνω στο πόδι = mettere in agitazione || σηκώνω το τραπέζι = sparecchiare il tavolo Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |