Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
σεμνοπρέπεια
ουσιαστικό θηλυκό
1
modestia
2
pudicizia
3
pudore
4
timidezza
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< σεμνολόγος
σεμνοπρεπής >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
σελώνω
{σέλω-σα, ...
σεμινάριο
{σεμιναρί-...
Σεμίραμις
{Σεμιράμιδ...
σεμνά
[επίρ.]
σεμνολόγος
[επίθ.]
σεμνοπρέπεια
[θηλ.ουσ]
σεμνοπρεπής
{σεμνοπρεπ...
σεμνός
[επίθ.]
σεμνότητα
{χωρ. πληθ...
σεμνότυφα
[επίρ.]
σεμνοτυφία
{σεμνοτυφι...
σεμνότυφος
[επίθ.]
σεμνύνομαι
{μόνο σε ε...
σέμνωμα
{σεμνώμ-ατ...
σέμπρος
[ουσ αρσ ]
σένα
[αντων.]
σενάριο
{σεναρί-ου...
σεναριογράφος
[ουσ αρσ και θηλ.]
σενεγαλέζικος
[επίθ.]
Σενεγαλέζος
[ουσ αρσ ]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis