Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σελαγίζω
ρήμα αμετάβατο

1 irradiare
2 raggiare (vi)
3 rilucere (vi)
4 risplendere (vi)
5 sfolgorare (vi)
6 splendere (vi)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σέλα σελαγισμός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---