Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σχέση
ουσιαστικό θηλυκό

rapporto, relazione (f)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σχεδόν σχετίζομαι  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


δεν έχει σχέση = non c'entra || οι φιλικές σχέσεις [f.] = rapporti [αρσ. πλυθ.] amichevoli


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---