Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόσχέση
ουσιαστικό θηλυκό rapporto, relazione (f) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαδεν έχει σχέση = non c'entra || οι φιλικές σχέσεις [f.] = rapporti [αρσ. πλυθ.] amichevoli Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |