Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σανίδα
ουσιαστικό θηλυκό

1 tavola di legno, asse (m)
2 [σιδερώνατος] asse da stiro

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σανατόριο σανιδάδικο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---