Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σαψάλιασμα
ουσιαστικό ουδέτερο

1 putrefazione
2 putridità
3 putrido
4 putridume

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σαψαλιάζω σβάρνα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---