Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ραντισμός
ουσιαστικό αρσενικό

1 irrorazione
2 spruzzamento
3 spruzzata
4 spruzzatura
5 spruzzo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ράντισμα ραντιστήρας  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---