Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόραφινάρισμα
ουσιαστικό ουδέτερο 1 affinamento 2 affinatore 3 affinazione 4 delicatezza 5 digrossamento 6 dirozzamento 7 filtrazione 8 finezza 9 politura 10 raffinamento 11 raffinatezza 12 raffinatura 13 raffinazione permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |