Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θειάφισμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 chimica solforatu`ra
2 inzolfame`nto
3 inzolfatu`ra

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θειαφίζω θειαφισμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---