Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θαμπώνομαι
ρήμα παθητικό

1 appanna`rsi
2 meraviglia`rsi
3 rintonti`re
4 rintonti`rsi
5 sorpre`ndersi

θαμπώνω  
ρήμα αμετάβατο

offusca`rsi, appanna`rsi θάμπωσαν τα γυαλιά μου == mi si sono appannati gli occhiali

θαμπώνω
ρήμα μεταβατικό

1 abbaglia`re, abbacina`re, acceca`re με θάμπωσε o ήλιος == il sole mi ha abbagliato
2 offusca`re, appanna`re η υγρασία θάμπωσε τα τζάμια == l'umidità ha appannato i vetri
3 (fig) abbaglia`re, incanta`re, affascina`re τη θάμπωσαν τα πλούτη του == è stata abbagliata dalle sue ricchezze

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θαμπωμένος θαμπωτικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---