Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόπυροσβεστικός
επίθετο antincendio permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαο πυροσβεστικός συναγερμός = allarme antincendio || η πυροσβεστική υπηρεσία = corpo [αρσ.] dei vigili del fuoco Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |