Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
πυρακτώνομαι
ρήμα
arroventarsi
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< πυρακτωμένος
πυρακτώνω >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
πυρ
το Ο γεν. ...
πύρα
{χωρ. πληθ...
πυρά
{χωρ. πληθ...
πυράγρα
[θηλ.ουσ]
πυρακτωμένος
[επίθ.]
πυρακτώνομαι
[ρ.]
πυρακτώνω
{πυράκτω-σ...
πυράκτωση
{-ης κ. -ώ...
πυραμίδα
[θηλ.ουσ]
πυραμιδικός
[επίθ.]
πυραμιδοειδής
{πυραμιδοε...
πυρασφαλής
[επίθ.]
πυραυλικός
[επίθ.]
πύραυλος
{πυραύλ-ου...
πύραυνο
[ουσ ουδ.]
πυργίσκος
[ουσ αρσ ]
πύργος
[ουσ αρσ ]
πυργώνομαι
[ρ.]
πυργώνω
{πύργω-σα,...
πυρετικός
[επίθ.]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis