Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


πυκνώνω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 infittire
2 [senso figurato] rendere più frequente
3 [intransitivo] infittirsi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  πυκνώνομαι πύκνωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---