Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


πτώμα
ουσιαστικό ουδέτερο

1 carcame
2 carcassa
3 cadavere (m)
4 carogna
5 morto
6 ossame

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  πτύω πτωμαΐνη  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


είμαι πτώμα = essere stanco morto || πατώ επί πτωμάτων = non guardare in faccia nessuno


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---