Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


πρόωρος
επίθετο

1 [ανάπτθξη] precoce
2 [θάνατος, τοκετός] prematuro
3 [εκλογές] anticipato

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  πρόωρα πρόωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---