Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


προστασία
ουσιαστικό θηλυκό

protezione (f)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  προστακτικός προστατεκτομή  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


πουλώ προστασία = chiedere il pizzo || ο δείκτης προστασία = fattore [αρσ.] di protezione [θηλ.] || (di crema solare) δείκτης προστασίας = (αντιλιακή κρέμα) fattore [αρσ.] di protezione


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---