Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόπροσκύνημα
ουσιαστικό ουδέτερο 1 [προσκύνηση] adorazione 2 [σε ιερό τόπο] pellegrinaggio 3 [υποταγή] sottomissione permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |