Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


προπορεύομαι
ρήμα αμετάβατο

1 inoltrarsi
2 precedere (vt vi)
3 spingersi avanti
4 tracciare la via

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  προπορεία προπορευόμενος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---